- ανάκαψη
- ηκάψιμο στον λαιμό, ανακαούρα, ανακαψίλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + κάψη < καίω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακαούρα — ανακαούρα, η και ανακαΐλα, η και ανάκαψη, η δυσάρεστο αίσθημα στο φάρυγγα: Από το πρωί σήμερα έχω ανακαούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)